„χόρτο“: ουδέτερο χόρτο [ˈxorto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Kraut, Gras, Heu Krautουδέτερο | Neutrum, sächlich n χόρτο χόρτο Grasουδέτερο | Neutrum, sächlich n χόρτο χλόη χόρτο χλόη Heuουδέτερο | Neutrum, sächlich n χόρτο σανό χόρτο σανό ejemplos χόρτα (Wild-)Gemüseουδέτερο | Neutrum, sächlich n Kräuterπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl χόρτα