χτένισμα
[ˈxtenizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Kämmenουδέτερο | Neutrum, sächlich nχτένισμα πράξηχτένισμα πράξη
- Frisurθηλυκό | Femininum, weiblich fχτένισμα κόμμωσηχτένισμα κόμμωση