χρωματισμός
[xromatizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Färbenουδέτερο | Neutrum, sächlich nχρωματισμός βάψιμοFärbungθηλυκό | Femininum, weiblich fχρωματισμός βάψιμοχρωματισμός βάψιμο
- Färbungθηλυκό | Femininum, weiblich fχρωματισμός απόχρωση, τόνοςFarbgebungθηλυκό | Femininum, weiblich fχρωματισμός απόχρωση, τόνοςχρωματισμός απόχρωση, τόνος