„χερούλι“: ουδέτερο χερούλι [çeˈruli]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Henkel, Stiel, Griff, Klinke (Hand-)Griffαρσενικό | Maskulinum, männlich m χερούλι γεν χερούλι γεν Henkelαρσενικό | Maskulinum, männlich m χερούλι κουβά χερούλι κουβά (Tür-)Klinkeθηλυκό | Femininum, weiblich f χερούλι πόρτας χερούλι πόρτας Stielαρσενικό | Maskulinum, männlich m χερούλι σκούπας χερούλι σκούπας