χειρόγραφο
[çiˈroɣrafo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Manuskriptουδέτερο | Neutrum, sächlich nχειρόγραφοHandschriftθηλυκό | Femininum, weiblich fχειρόγραφοχειρόγραφο