χειροτέρευση
[ciroˈterefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Verschlechterungθηλυκό | Femininum, weiblich fχειροτέρευσηχειροτέρευση
- Verschlimmerungθηλυκό | Femininum, weiblich fχειροτέρευσηχειροτέρευση