χειροκρότημα
[çiroˈkrotima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Applausαρσενικό | Maskulinum, männlich mχειροκρότημαBeifallαρσενικό | Maskulinum, männlich mχειροκρότημαχειροκρότημα
ejemplos
- χειροκροτήματαπληθυντικός | Plural plHändeklatschenουδέτερο | Neutrum, sächlich n