χαλικόστρωτος
[xaliˈkostrotos], χαλικόστρωτη, χαλικόστρωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- χαλικόστρωτος δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSchotterstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich f