χαλαρωτικός
[xalarotiˈkos], χαλαρωτική, χαλαρωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- χαλαρωτική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich fEntspannungsübungθηλυκό | Femininum, weiblich f