χαζεύω
[xaˈzevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-εψα>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- verblödenχαζεύω γίνομαι χαζόςχαζεύω γίνομαι χαζός
- trödelnχαζεύω χρονοτριβώχαζεύω χρονοτριβώ
- herumbummelnχαζεύω τριγυρίζωχαζεύω τριγυρίζω
χαζεύω
[xaˈzevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- glotzen auf+αιτιατική | +Akkusativ +akkχαζεύω κοιτάζω με προσήλωσηχαζεύω κοιτάζω με προσήλωση