„φωτοαντίγραφο“: ουδέτερο φωτοαντίγραφο [fotoanˈdiɣrafo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Fotokopie Fotokopieθηλυκό | Femininum, weiblich f φωτοαντίγραφο φωτοαντίγραφο