φωνητικός
[fonitiˈkos], φωνητική, φωνητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- phonetischφωνητικόςφωνητικός
ejemplos
- με φωνητική ενεργοποίηση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
- φωνητικό μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich nSingstimmeθηλυκό | Femininum, weiblich f