„φυσερό“: ουδέτερο φυσερό [fiseˈro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Balg Balgαρσενικό | Maskulinum, männlich m φυσερό φυσερό