„φρικαλεότητα“: θηλυκό φρικαλεότητα [frikaleˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Gräueltat Gräueltatθηλυκό | Femininum, weiblich f φρικαλεότητα φρικαλεότητα