φιλόλογος
[fiˈloloɣos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Philologeαρσενικό | Maskulinum, männlich mφιλόλογοςPhilologinθηλυκό | Femininum, weiblich fφιλόλογοςφιλόλογος
ejemplos
- φιλόλογος γερμανικής φιλολογίαςGermanistαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f