φιλανθρωπία
[filanθroˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Menschenliebeθηλυκό | Femininum, weiblich fφιλανθρωπία αγάπη προς τον συνάνθρωποφιλανθρωπία αγάπη προς τον συνάνθρωπο
- Wohltätigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fφιλανθρωπία ευεργεσίαφιλανθρωπία ευεργεσία