φαινόμενο
[feˈnomeno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Phänomenουδέτερο | Neutrum, sächlich nφαινόμενο φυσErscheinungθηλυκό | Femininum, weiblich fφαινόμενο φυσφαινόμενο φυσ
- Phänomenουδέτερο | Neutrum, sächlich nφαινόμενο κάτι το εξαιρετικόφαινόμενο κάτι το εξαιρετικό
- Wunderουδέτερο | Neutrum, sächlich nφαινόμενο για πρόσωπο μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφGenieουδέτερο | Neutrum, sächlich nφαινόμενο για πρόσωπο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφφαινόμενο για πρόσωπο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ