„φάτσα“: θηλυκό φάτσα [ˈfatsa]θηλυκό | Femininum, weiblich f οικείο | umgangssprachlichοικ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Visage, Fassade Visageθηλυκό | Femininum, weiblich f φάτσα μούτρο φάτσα μούτρο Fassadeθηλυκό | Femininum, weiblich f φάτσα πρόσοψη φάτσα πρόσοψη