υπόστρωμα
[iˈpostroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Grundierungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπόστρωμαυπόστρωμα
- Satteldeckeθηλυκό | Femininum, weiblich fυπόστρωμα για σέλαυπόστρωμα για σέλα
- Unterschichtθηλυκό | Femininum, weiblich fυπόστρωμα κοινωνιολογίαυπόστρωμα κοινωνιολογία