„υπόλοιπος“ υπόλοιπος [iˈpolipos], υπόλοιπη, υπόλοιποεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) übrig, restlich übrig, restlich υπόλοιπος υπόλοιπος ejemplos υπόλοιπο αλκοόλουδέτερο | Neutrum, sächlich n Restalkoholαρσενικό | Maskulinum, männlich m υπόλοιπο αλκοόλουδέτερο | Neutrum, sächlich n