υποφωτισμένος
[ipofotizˈmenos], υποφωτισμένη, υποφωτισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unterbelichtetυποφωτισμένος φωτογραφία | Fotografieφωτουποφωτισμένος φωτογραφία | Fotografieφωτο