υποτάσσω
[ipoˈtaso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unterwerfenυποτάσσω υποδουλώνωυποτάσσω υποδουλώνω
- bändigenυποτάσσω δαμάζωυποτάσσω δαμάζω