„υπομόχλιο“: ουδέτερο υπομόχλιο [ipoˈmoxlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Drehpunkt Drehpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich m υπομόχλιο υπομόχλιο