υπερφορτώνω
[iperforˈtono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- überlastenυπερφορτώνω ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρυπερφορτώνω ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ