υπερβολή
[ipervoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Übertreibungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπερβολήυπερβολή
- Übermaßουδέτερο | Neutrum, sächlich nυπερβολή ακρότηταExzessαρσενικό | Maskulinum, männlich mυπερβολή ακρότηταExtremουδέτερο | Neutrum, sächlich nυπερβολή ακρότηταυπερβολή ακρότητα
- Hyperbelθηλυκό | Femininum, weiblich fυπερβολή γλωσσυπερβολή γλωσσ