„υπερβάλλω“: αμετάβατο ρήμα υπερβάλλω [iperˈvalo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-έβαλα> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) übertreiben übertreiben υπερβάλλω υπερβάλλω