„τρικυμία“: θηλυκό τρικυμία [trikjiˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Sturm Sturmαρσενικό | Maskulinum, männlich m τρικυμία τρικυμία