„τηγάνισμα“: ουδέτερο τηγάνισμα [tiˈɣanizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Braten Bratenουδέτερο | Neutrum, sächlich n τηγάνισμα τηγάνισμα