ταυτόχρονος
[tafˈtoxronos], ταυτόχρονη, ταυτόχρονοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- simultanταυτόχρονοςταυτόχρονος
ejemplos
- ταυτόχρονη διερμηνέαςθηλυκό | Femininum, weiblich fSimultandolmetscherinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ταυτόχρονη διερμηνείαθηλυκό | Femininum, weiblich fSimultandolmetschenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ταυτόχρονος διερμηνέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSimultandolmetscherαρσενικό | Maskulinum, männlich m