„σχίζω“: μεταβατικό ρήμα σχίζω [ˈsçizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) abreißen, aufreißen, zerreißen abreißen σχίζω αφαιρώ, τραβώ σχίζω αφαιρώ, τραβώ aufreißen σχίζω ανοίγοντας σχίζω ανοίγοντας zerreißen σχίζω ξεσχίζω, κ. ρούχα, καρδιά σχίζω ξεσχίζω, κ. ρούχα, καρδιά ejemplos σχίζω το χέρι sich die Hand aufritzen σχίζω το χέρι