σφαιρικός
[sferiˈkos], σφαιρική, σφαιρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- kugelförmig, rundσφαιρικόςσφαιρικός
- globalσφαιρικός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσφαιρικός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
ejemplos
- σφαιρικός κεραυνόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mKugelblitzαρσενικό | Maskulinum, männlich m