συσσίτιο
[siˈsitio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Verpflegungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυσσίτιο στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατσυσσίτιο στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ