συνομιλητής
[sinomiliˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, συνομιλήτρια [sinomiˈlitria]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Gesprächspartnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνομιλητήςDiskussionsteilnehmerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνομιλητήςσυνομιλητής