„συννενόηση“: θηλυκό συννενόηση [sineˈnoisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Einigung Einigungθηλυκό | Femininum, weiblich f συννενόηση συννενόηση