συνδιαλλαγή
[sinðialaˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Kompromissαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυνδιαλλαγήσυνδιαλλαγή
- Einigungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνδιαλλαγή νομικός όρος | Rechtswesenνομσυνδιαλλαγή νομικός όρος | Rechtswesenνομ