„συμπονώ“: μεταβατικό ρήμα συμπονώ [simboˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -εσα> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) bemitleiden bemitleiden συμπονώ συμπονώ