„συμμέτοχος“: αρσενικό και θηλυκό συμμέτοχος [siˈmetoxos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Teilhaber Teilhaberαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f συμμέτοχος συμμέτοχος