„συμβουλεύω“: μεταβατικό ρήμα συμβουλεύω [simvuˈlevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) einen Rat geben, raten einen Rat geben, raten (κάποιον jemandem) συμβουλεύω συμβουλεύω