„συγχώρεση“: θηλυκό συγχώρεση [siŋˈxoresi]θηλυκό | Femininum, weiblich f, συγχώρηση [siŋˈxorisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Vergebung, Ablass Vergebungθηλυκό | Femininum, weiblich f συγχώρεση συγχώρεση Ablassαρσενικό | Maskulinum, männlich m συγχώρεση θρησκεία | Religionθρησκ συγχώρεση θρησκεία | Religionθρησκ