„στύβω“: μεταβατικό ρήμα στύβω [ˈstivo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ausquetschen ausquetschen στύβω φρούτο στύβω φρούτο