„στριφώνω“: μεταβατικό ρήμα στριφώνω [striˈfono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) säumen säumen στριφώνω ρούχο στριφώνω ρούχο