στομφώδης
[stomˈfoðis], στομφώδης, στομφώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- hochtrabendστομφώδηςστομφώδης
ejemplos
- στοπουδέτερο | Neutrum, sächlich n πόρταςTürstopperαρσενικό | Maskulinum, männlich m