„στοιχειό“: ουδέτερο στοιχειό [stiçiˈo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Kobold, Geist Koboldαρσενικό | Maskulinum, männlich m στοιχειό Geistαρσενικό | Maskulinum, männlich m στοιχειό στοιχειό