„στιλάτος“ στιλάτος [stiˈlatos], στιλάτη, στιλάτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) stylisch stylisch στιλάτος στιλάτος