„στερούμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα στερούμαι [steˈrume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) einer Sache entbehren Mangel leiden an ejemplos στερούμαι κάτι einer Sache+γενική | +Genitiv +gen στερούμαι κάτι στερούμαι κάτι entbehren στερούμαι κάτι στερούμαι κάτι Mangel leiden an+δοτική | +Dativ +dat στερούμαι κάτι