„στενοχωρώ“: μεταβατικό ρήμα στενοχωρώ [stenoxoˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) traurig stimmen, bedrücken, Sorgen machen, bekümmern bedrängen traurig stimmen στενοχωρώ προκαλώ στενοχώρια στενοχωρώ προκαλώ στενοχώρια bedrücken στενοχωρώ θλίβω στενοχωρώ θλίβω Sorgen machen, bekümmern στενοχωρώ ανησυχώ στενοχωρώ ανησυχώ bedrängen στενοχωρώ φέρνω σε δύσκολη θέση στενοχωρώ φέρνω σε δύσκολη θέση ejemplos τι σε στενοχωρεί; was macht dir Sorgen? τι σε στενοχωρεί;