„στενοχωρημένος“ στενοχωρημένος [stenoxoriˈmenos], στενοχωρημένη, στενοχωρημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) bedrückt, besorgt bedrückt, besorgt στενοχωρημένος στενοχωρημένος