„στέναγμα“: ουδέτερο στέναγμα [ˈstenaɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Seufzen Seufzenουδέτερο | Neutrum, sächlich n στέναγμα στέναγμα