σπαραξικάρδιος
[sparaksiˈkarðios], σπαραξικάρδια, σπαραξικάρδιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- herzerweichend, herzzerreißendσπαραξικάρδιοςσπαραξικάρδιος