„σκόρδο“: ουδέτερο σκόρδο [ˈskorðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Knoblauch Knoblauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκόρδο σκόρδο